τετραλίνιο

τετραλίνιο
το, ή τετραλίνη, η, Ν
χημ. υγρή ουσία, υδρογονάνθρακας που λαμβάνεται με ήπια καταλυτική υδρογόνωση τού ναφθαλινίου και χρησιμοποιείται ως διαλύτης και ως καύσιμο μηχανών εσωτερικής καύσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tetralin, εμπορ. ονομασία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τετραϋδροναφθαλίνιο — το, Ν χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης τετραλίνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetrahydronaphthalene < τετρ(α) * + υδρο (< ὕδωρ) + ναφθαλίνιο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”